- ευεξάλειπτος
- ος , ον см. ευκολόσβηστος 2, 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευεξάλειπτος — η, ο (Α εὐεξάλειπτος, ον) αυτός που εξαλείφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ αλειπτος (< εξ αλείφω), πρβλ. αν εξ άλειπτος] … Dictionary of Greek
εὐεξαλειπτότερον — εὐεξάλειπτος easy to wipe out adverbial comp εὐεξάλειπτος easy to wipe out masc acc comp sg εὐεξάλειπτος easy to wipe out neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξάλειπτα — εὐεξάλειπτος easy to wipe out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] … Dictionary of Greek
ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek